Απασχολούμαι σε ερευνητικά έργα του Τομέα Υδατικών Πόρων του ΕΜΠ από το 1998, ήτοι επί 15 σχεδόν χρόνια. Παλαιοτέρα, τα πράγματα ήταν απλά: υπήρχε ένας γενικός προϋπολογισμός του έργου, με δυνατότητα μεταφοράς κονδυλίων από τη μία κατηγορία στην άλλη, σε ένα ποσοστό 20%. Οι ερευνητές πληρώνονταν από το κονδύλι των αμοιβών, και από την υποβολή της σύμβασης μέχρι την αποπληρωμή της αμοιβής μεσολαβούσε ένα διάστημα δύο ως τεσσάρων εβδομάδων. Γενικά, οι τυπικές διαδικασίες, όπως οι (αυτονόητες) τροποποιήσεις προσωπικού και κονδυλίων, χαρακτηρίζονταν από αρκετή ευελιξία, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε μια λογική ροή χρημάτων ώστε να διατηρούμε μια εύρωστη ομάδα, να παράγουμε καινοτόμες μεθοδολογίες και λογισμικά, και να διαφημίζουμε το έργο μας σε διεθνή συνέδρια, στα οποία είχαμε πληθωρική παρουσία. Σε προσωπικό επίπεδο, ο παράγοντας «γραφειοκρατία» με είχε απασχολήσει μόνο περιστασιακά, ενώ ποτέ δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου κάποιο σοβαρό πρόβλημα, που να παρακωλύει το έργο της ομάδας μας.
Σε αντίθεση με το παρελθόν, τα τελευταία χρόνια όλοι μας έχουμε παρατηρήσει μια δυσθεώρητη αύξηση του γραφειοκρατικού φόρτου, σε όλα τα επίπεδα – από την σύνταξη της ερευνητικής πρότασης μέχρι την έκδοση έστω και του απλούστερου εντάλματος πληρωμής. Το φαινόμενο αυτό έχει δημιουργήσει ασφυκτικές συνθήκες, καθώς εκτός από τις γιγαντιαίες ανάγκες λογιστικής παρακολούθησης των έργων (που – ω τι ειρωνεία – δεν είναι επιλέξιμες), προκύπτουν καθημερινά μείζονα εμπόδια στην ομαλή εκπόνησή τους. Συνεχώς, καλούμαστε να συμπληρώσουμε δυσνόητα έντυπα και να εκπονήσουμε «ασκήσεις επί χάρτου», που ωστόσο αποτελούν αληθινούς μαθηματικούς γρίφους: με ποιον τρόπο το τάδε ποσόν θα κατανεμηθεί ώστε να «κλειδώσουν» σωστά τα πακέτα εργασίας, οι ανθρωπομήνες και τα rates; Πώς θα συμβιβάσουμε ένα πλήθος αλλοπρόσαλλων και αντιφατικών κανονισμών και περιορισμών (άλλοι του ΕΔΕΙΛ, άλλοι του Υπουργείου, άλλοι της ΕΕ), που κάθε τρεις και λίγο μάλιστα αλλάζουν; Πώς θα κάνουμε εικονικές κατατμήσεις ωρών και δαπανών, και πώς θα παράξουμε ανούσια παραδοτέα; Πώς θα τεκμηριώσουμε την επιτυχία της έρευνάς μας, συμπληρώνοντας σωστά τις τυποποιημένες σελίδες των εκθέσεων προόδου και τα κουτάκια κάποιων κακοφτιαγμένων excel; Άραγε το τιμολόγιο του μαρκαδόρου που αγοράσαμε έχει τον σωστό κωδικό, ή θα θεωρηθεί (και αυτό) μη επιλέξιμο;
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ανούσιου εντύπου από τα timesheets δεν μπορώ να σκεφτώ. Αλήθεια, πώς αισθανθήκατε την τελευταία φορά που συμπληρώσατε ότι ο «εγκεκριμένος» ερευνητής εργάστηκε το «εγκεκριμένο» χρονικό διάστημα (συμπληρωμένο με ακρίβεια δεκαλέπτου), με την «εγκεκριμένη» ωριαία αμοιβή, απασχολούμενος στο παραδοτέο τάδε, υπο-παραδοτέο δείνα, σε ποσοστό Χ.ΧΧ% (εξόχως σημαντικό να δοθεί με ακρίβεια τουλάχιστον δύο δεκαδικών ψηφίων); Πόσο αγχωθήκατε όταν διαπιστώσατε έντρομοι ότι εκείνη η ημέρα ήταν αργία (λες και η επιστήμη ακολουθεί ωράριο υπαλλήλου) και χρειάστηκε να επαναλάβετε τους υπολογισμούς και να ξανατυπώσετε το έντυπο;
(Για όσους δεν γνωρίζουν, τα timesheets είναι λογιστικά φύλλα που χρησιμοποιούνται στις μεγάλες εταιρείες στα πλαίσια της χρονικής και οικονομικής παρακολούθηση των δραστηριοτήτων τους. Βεβαίως, μην ξεχνάτε ότι οι εταιρείες διαθέτουν γραμματεία, τμήμα ανθρώπινων πόρων και λογιστήριο, και ότι διαχειρίζονται έργα και ποσά εντελώς διαφορετικής κλίμακας.)
Τα αποτέλεσμα; Ερευνητές αναμένουν επί μήνες ώσπου να εγκριθεί (αν εγκριθεί) το ένταλμά τους, πραγματοποιούνται δαπάνες που τελικά κρίνονται μη επιλέξιμες, τα πάσης φύσεως έντυπα ανά τακτά χρονικά διαστήματα τροποποιούνται (το οποίο σημαίνει να περάσουν από όλα τα αρμόδια όργανα για να λάβουν την τυπική έγκριση – και μέχρι να τη λάβουν ενδεχομένως χρειάζονται εκ νέου τροποποίηση), και πλείστα άλλα τα οποία αποτελούν αληθινό μαρτύριο για όσους έχουν την ατυχία να εμπλακούν. Βεβαίως, ουσιαστική ερευνητική δουλειά δεν μπορεί να γίνει κάτω από αυτές τις συνθήκες, ειδικά στα έργα μικρού προϋπολογισμού. Για παράδειγμα, για να προσλάβεις έναν νέο ερευνητή για κάποια άμεση ανάγκη, είναι βέβαιο ότι θα χρειαστούν μήνες ώστε να ολοκληρωθούν οι απαραίτητες τυπικές διαδικασίες και δεν είναι διόλου απίθανο να μην μπορέσει τελικά να πληρωθεί. Συμπέρασμα; Αφού δεν μπορείς να προσλάβεις νέο κόσμο, αναγκαστικά βολεύεσαι εκ των έσω, δηλαδή με μόνιμους υπαλλήλους και (πένητες) υποψήφιους διδάκτορες. Δεν πας σε συνέδρια και ταξίδια, καθώς είναι εξαιρετικά αβέβαιο αν αυτά θα εγκριθούν (έχω πολύ κακή προσωπική εμπειρία επ’ αυτού). Αντί για τα επιστημονικά προβλήματα, απασχολείσαι με θέματα όπως π.χ. αν θα είναι αρκετά γενναιόδωρη η κυρία Τάδε στην Έρευνα, ώστε να παραλάβει επιτέλους το έντυπο, ή αν θα μου το γυρίσει για νιοστή φορά πίσω.
Στην ένσταση κάποιων ότι η γραφειοκρατία ναι μεν δυσκολεύει τη ζωή μας αλλά αντιμετωπίζει και τη διαφθορά, η προσωπική μου πείρα λέει ότι η διαφθορά δεν αντιμετωπίζεται με γραφειοκρατία. Κανείς δεν εμποδίζει τον επιστημονικό υπεύθυνο να πληρώσει όποιον θέλει με ό,τι ποσόν θέλει, εφόσον όλα έχουν γίνει νομότυπα. Το μόνο που εμποδίζεται είναι το να κάνουμε τη δουλειά μας, όσοι τέλος πάντων ρομαντικοί έχουμε μείνει σε αυτόν τον χώρο.
Η δική μου ερμηνεία είναι η εξής: Πρέπει να εμποδιστεί η διασπορά των ερευνητικών κονδυλίων προς τις μικρές ομάδες, και να επιβιώσουν μόνο οι μεγάλες ομάδες των «διαπλεκόμενων», που έχουν τα μέσα για να αντιμετωπίσουν τη γραφειοκρατία. Αυτό εξάλλου επιβεβαιώνεται και από την παλαιότερη ανάρτηση στα αυτό το μπλογκ, με τον αμφίσημο τίτλο «πήρα τρία», στην οποία σχολιάστηκαν οι αδιαφανείς διαδικασίες αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων.
Αγαπητέ μου συνάδελφε στον ΕΔΕΙΛ, την επόμενη φορά που θα κληθείς να ελέγξεις timesheets και άλλες παρεμφερείς χαρτούρες, για καλό δικό σου και δικό μου, μην πολυασχοληθείς. Πίστεψέ με ότι τη διαπλοκή και τη διαφθορά δεν θα την εμποδίσεις – όχι επειδή δεν είσαι ικανός, αλλά επειδή η διαπλοκή και η διαφθορά έχουν φροντίσει να καλύψουν πολύ καλά τα νώτα τους. Γι’ αυτό, βάλε την υπογραφή σου χωρίς αναστολές, και σκέψου ότι έτσι ίσως με αυτό τον τρόπο βοήθησες να ξεκολλήσει ένα τελματωμένο ερευνητικό έργο, ίσως ένας απελπισμένος ερευνητής θα μπορέσει επιτέλους να πληρωθεί, ίσως μια καλή επιστημονική ιδέα θα μπορέσει να δημοσιευτεί, και – πού ξέρεις – ίσως από αυτή την ιδέα η πατρίδα σου να σωθεί.
Η αντίσταση στην παράνοια είναι πατριωτισμός!
Petros Kouakis says
Φίλε μου Αντρέα,
Είχα διαβάσει προ ενός έτους ένα άρθρο του κ. Ξανθόπουλου με τίτλο: Η μεταρρύθμιση στα Ελληνικά Πανεπιστήμια, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι τα ακαδημαϊκά μεγέθη δεν είναι μετρήσιμα και η αξία τους, άμεση ή μελλοντική, δεν είναι δυνατό να αποτιμηθεί σε νούμερα.
Πώς γίνεται όμως αυτό να αφορά μόνο στα credit units των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών μαθημάτων και να μην αφορά στις ίδιες τις ερευνητικές προτάσεις Βασικής Έρευνας, μέσω της υλοποίησης των οποίων θα γραφούν ερευνητικά άρθρα που προφανώς θα αποτελέσουν και μέρος της ύλης μεταπτυχιακών μαθημάτων στο άμεσο μέλλον?
Διαβάζοντας κανείς τη σχετική εγκύκλιο της ΣΕΒΕ παρατηρεί ότι όλα τα εμπλεκόμενα “ακαδημαϊκά” μεγέθη στο παρόν κείμενο, εμμέσως πλην σαφώς αποτιμώνται ποσοτικά…
Όπως μάλιστα συμβαίνει σε κάθε “φιλόδοξη” αγορά, ήταν αναμενόμενο να προκύψουν τις τελευταίες δεκαετίες και δύο νέες “ειδικότητες” στην ακαδημαϊκή κοινότητα:
1. Συντάκτης ερευνητικών προτάσεων που εν γένει δεν μπορεί να υλοποιήσει μόνος του, πράγμα που νομοτελειακά οδηγεί σε συνεργασία με υπεργολάβους κτλ…
2. Συντάκτης τεχνικών δελτίων που πιθανόν δεν θα μπορούσε ο ίδιος να συμπληρώσει επιτυχώς.
Ακριβώς λόγω της υπάρχουσας κατάστασης, οποιαδήποτε ερευνητική πρόταση υποχρεούται να παρουσιάζει την επικείμενη έρευνα σαν να είναι ήδη ολοκληρωμένη απ’ την αρχή ως το τέλος στο μυαλό του επιστημονικού υπευθύνου και της ομάδας του και το μόνο που απομένει είναι η step by step υλοποίηση του καταγεγραμμένου σχεδιασμού βάσει τυποποιημένων μεθόδων, στα πλαίσια χρονοδιαγράμματος. Η ίδια δηλαδή η αρχική “σύλληψη” μιας ερευνητικής πρότασης, ομοιάζει με τον έλεγχο μιας επαλληλίας στατιστικών υποθέσεων…
Επομένως, εκ των πραγμάτων δεν γίνεται σε τέτοια ζητήματα τα εμπλεκόμενα ακαδημαϊκά μεγέθη να μην είναι μετρήσιμα…