Μετά από μεγάλες καθυστερήσεις η Ειδική Γραμματεία Υδάτων κάνει ένα μεγάλο βήμα στην εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας-Πλαίσιο για τα νερά, ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια που μας έφεραν σε αυτή την κατάσταση, παρά τα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Είναι άξια συγχαρητηρίων. Είναι ακόμη αξιέπαινη η Ειδική Γραμματεία Υδάτων που με το ξεκίνημα της διαβούλευσης διαθέτει ελεύθερα στο Διαδίκτυο όλα τα τεχνικά κείμενα των Προσχεδίων Διαχείρισης Υδατικών Πόρων. Ελπίζω να κάνει το ίδιο και για τις απόψεις όλων των ενδιαφερομένων. Θα ήταν προτιμότερο και «Διαυγέστερο», αντί οι απόψεις να αποστέλλονται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, όπως ζητά, να γράφονται απευθείας από τους ενδιαφερόμενους σε ηλεκτρονικό φόρουμ που θα είχε κατασκευαστεί για το σκοπό αυτό. Με δεδομένη αυτή την αδυναμία, ελπίζω προσωρινή, αναρτώ μερικές σκέψεις και παρατηρήσεις μου στο μπλογκ της ερευνητικής ομάδας «Ιτιά», όπου τα σχόλια και οι παρατηρήσεις οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου είναι ευπρόσδεκτα.
Ομολογώ ότι δεν κοίταξα με μεγάλη προσοχή τα κείμενα των Προσχεδίων, ούτε τα συνοδευτικά τους έγγραφα. Η πρώτη εντύπωσή μου, πάντως, ήταν ότι, και αν το έκανα, σε ό,τι αφορά το ποσοτικό μέρος της διαχείρισης με το οποίο ασχολούμαι, δεν θα είχα πολλά πράγματα να μάθω, σε σύγκριση π.χ. με το μεγαλύτερης χωρικής κλίμακας «Εθνικό Πρόγραμμα Διαχείρισης και Προστασίας των Υδατικών Πόρων» (Δ. Κουτσογιάννης, Α. Ανδρεαδάκης, Ρ. Μαυροδήμου κ.ά., 2008). Οι πιο κάτω γραμμές δεν φιλοδοξούν να αποτελέσουν συστηματική κριτική των Προσχεδίων. Είναι σκόρπια σχόλια που κυρίως εστιάζονται σε προβλήματα (αρνητικά σημεία) που παρατήρησα.
Αυτό που με ενόχλησε πιο πολύ στα Προσχέδια δεν είναι το συχνά απλοϊκό επίπεδο πληροφορίας που παρέχεται (τύπου «Πατριδογνωσίας» – βλ. π.χ. την περιγραφή του «κύκλου του νερού», ή των θεμάτων «κλιματικής αλλαγής»), αλλά ο συνδυασμός αυτού του επιπέδου με ένα στυλ «αυθεντίας»: Πουθενά στο Προσχέδιο δεν είδα αναφορές σε άλλα κείμενα, ούτε καν είδα να σημειώνονται κάπου οι λέξεις «πηγή» ή «προέλευση». Αυτό είναι μεγάλη απογοήτευση για έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο που βλέπει τις έμμονες παραινέσεις του να μην αφομοιώνονται από τον υποθετικό πρώην φοιτητή του, αλλά αντίθετα ο «φοιτητής» να αφομοιώνεται από ένα αναχρονιστικό και χαρακτηριστικά «ελληνικό» μοντέλο γραφής τεχνικών κειμένων. Δεν είναι μικρή απογοήτευση ακόμη να βλέπει ότι, ξανά παρά τις έμμονες παραινέσεις του, μισό αιώνα μετά την καθιέρωση του SI (Système international d’unités), ο «φοιτητής» δεν είναι σε θέση να το χειριστεί και γράφει «Km» αντί για «km» (για το χιλιόμετρο) ή γράφει ότι η Φυσικοποιημένη Ετήσια Απορροή του Μόρνου είναι 305.0 «Mm3» και η Ετήσια Απόληψη είναι 300.0 «Mm3». Προφανώς δεν μπορεί να είναι τόσο, αφού το σύνολο όλων των νερών της Γης (ωκεανοί και χερσαία νερά) είναι λιγότερο από 1.4 Mm3.
Εδώ είναι φανερό ότι εννοούνται 305.0 και 300.0 hm3, αντίστοιχα (1 hm3 = 106 m3, ενώ 1 Mm3 = 1018 m3). Αλλά και με αυτή τη διόρθωση, οι ποσότητες που η «αυθεντία» μας δίνει είναι εσφαλμένες. Η εισροή είναι αρκετά μικρότερη (βλ. πιο πάνω αναφορά καθώς και το πιο πρόσφατο «Σχέδιο διαχείρισης του υδροδοτικού συστήματος της Αθήνας – Έτος 2009», Α. Ευστρατιάδης, Γ. Καραβοκυρός και Ν. Μαμάσης, 2009) αλλά και η αναλογία 300.0/305.0 = 98.4% που μας δίνει (σελ. 62 του Τεύχους «Οικονομική ανάλυση των χρήσεων ύδατος και προσδιορισμός του υφιστάμενου βαθμού ανάκτησης κόστους για τις υπηρεσίες ύδατος») δεν είναι ρεαλιστική για κανένα ταμιευτήρα, πολύ δε περισσότερο για τον ταμιευτήρα Μόρνου όπου υπάρχουν σημαντικές απώλειες από εξάτμιση και υπόγειες διαφυγές (χωρίς να αποκλειστεί και η υπερχείλιση).
Το παραπάνω στοιχείο αποτελεί απλώς ένα παράδειγμα της πλήρους υποβάθμισης του ποσοτικού στοιχείου του νερού στα Προσχέδια Διαχείρισης. Ανεξάρτητα από τις ποιοτικές απαιτήσεις της Κοινοτικής Οδηγίας, τις οποίες ασφαλώς θα πρέπει να τηρήσουμε, δεν μπορώ να κατανοήσω πώς μπορεί να γίνει διαχείριση υδατικών πόρων στη χώρα μας (με το γνωστό κλιματικό καθεστώς, την χωροχρονική ανισοκατανομή και τη συχνή ανεπάρκεια νερού) χωρίς υψηλής αξιοπιστίας μελέτη του ποσοτικού στοιχείου (υπόγειου και επιφανειακού), βασισμένη σε επαρκείς μετρήσεις.
Ως προς το ποιοτικό στοιχείο (λόγω μη ειδικότητας), θα αναφερθώ σε ένα μόνο σημείο. Μου κάνει εντύπωση να βλέπω στους χάρτες που δίνουν στην «πιθανότητα επίτευξης ή μη των περιβαλλοντικών στόχων της Οδηγίας Πλαίσιο» (σελ. 64 στην Έκθεση Επισκόπησης Σημαντικών Θεμάτων Διαχείρισης Νερών – Υδατικό Διαμέρισμα Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και σελ. 62 στην Έκθεση Επισκόπησης Σημαντικών Θεμάτων Διαχείρισης Νερών – Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας) να εμφανίζονται περιοχές κοντά στην κορυφογραμμή της Πίνδου με «αξιόλογη» ή έστω «μικρή πιθανότητα να μην επιτευχθούν οι περιβαλλοντικοί στόχοι το 2015». Φανταζόμουν πως αυτές οι περιοχές αποτελούν αδιατάρακτο φυσικό-περιβαλλοντικό πλούτο της χώρας μας και ότι θα έπρεπε να προβληθούν ως τέτοιος, αντί να τις χρωματίζουμε «κόκκινες» ή έστω «μωβ» στους χάρτες. Τουλάχιστον θα περίμενα να εξηγείται πως προέκυψε αυτή η «πιθανοτική» κατάταξη. Εξ άλλου, ως υδραυλικός πολιτικός μηχανικός θα πρέπει να επισημάνω τη συνολική έλλειψη αναφορών στα τεχνικά έργα (αυτά που μας επιτρέπουν τη διαχείριση). Θεωρώ, όμως, ελπιδοφόρο το γεγονός ότι, κατά τον εν λόγω χάρτη για τη Δυτική Στερεά Ελλάδα, περιοχές γύρω από τεχνητούς ταμιευτήρες (Αχελώος ανάντη των Κρεμαστών, Εύηνος κατάντη του φράγματος) είναι από τις ελάχιστες όπου δεν υπάρχει αμφιβολία για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων.
Συναφής με την πιο πάνω έλλειψη αναφορών στα τεχνικά έργα είναι και η παντελής παραμέληση των θεμάτων ανανεώσιμης ενέργειας, σε σχέση πάντα με τη διαχείριση υδατικών πόρων, τα οποία αποτελούν ζητήματα αιχμής διεθνώς, αλλά και έχουν προβληθεί ως στρατηγικά ζητήματα εθνικής οικονομίας και διεθνών σχέσεων της χώρας. Εδώ υπενθυμίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανανεώσιμη μορφή ενέργειας κανενός είδους αν δεν συνοδευτεί με αντίστοιχη ανάπτυξη υδροηλεκτρικών έργων, τα οποία δίνουν τη δυνατότητα αποθήκευσης ενέργειας, απαραίτητης για τους άλλους, έντονα διαλείποντες και αβέβαιους, ανανεώσιμους ενεργειακούς πόρους.
Αυτές οι ελλείψεις της μελέτης μερικές φορές καταγράφονται ως αδικαιολόγητη άγνοια π.χ. όταν αναφέρεται (σελ. 15 της Έκθεσης Επισκόπησης Σημαντικών Θεμάτων Διαχείρισης Νερών – Υδατικό Διαμέρισμα Δυτικής Στερεάς Ελλάδας) ότι «Μέχρι σήμερα έχουν κατασκευαστεί τέσσερα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα. Τρία από αυτά βρίσκονται στην κύρια λεκάνη του Αχελώου (Κρεμαστά, Καστράκι, Στράτος) και ένα στον παραπόταμο του Αχελώου Ταυρωπό ή Μέγδοβα». Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει και το έργο της Μεσοχώρας που είναι πλήρως κατασκευασμένο, αλλά με ευθύνη ορισμένων (που δεν είναι της αρμοδιότητάς μου να τους γνωρίζω) δεν λειτουργεί, προκαλώντας έτσι ζημιά στην εθνική οικονομία. Ενώ θα μπορούσαμε να έχουμε όφελος από παραγωγή εγχώριας ανανεώσιμης ενέργειας, τουλάχιστον εδώ και μια δεκαετία, περιοριζόμαστε στο να αποπληρώνουμε δάνεια για την κατασκευή του έργου. Περισσότερα για αυτό και για άλλα ζητήματα συναφή με την εθνική οικονομία σε σχέση με τους υδατικούς πόρους, αλλά και σε σύγκριση με άλλες χώρες, αναφέρονται στην εργασία μου «Scale of water resources development and sustainability: Small is beautiful, large is great» (Hydrological Sciences Journal, 56 (4), 553–575, 2011).
Ένα άλλο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ο τρόπος που (δεν) καλύπτεται το θέμα της μεταφοράς νερού από τον Αχελώο στη Θεσσαλία. Η κρίση που περνά η χώρα μας δίνει μια καταπληκτική ευκαιρία να εξετάσουμε το θέμα, αυτή τη φορά με σοβαρότητα και χωρίς το δογματισμό που ως τώρα διακατείχε όλες τις αντικρουόμενες «τάσεις». Όμως την ευκαιρία αυτή η μελέτη δείχνει να την αντιπαρέρχεται. Μας παρέχει μόνο ένα «μπλε κουτάκι» (σελ. 81 στην Έκθεση Επισκόπησης Σημαντικών Θεμάτων Διαχείρισης Νερών – Υδατικό Διαμέρισμα Δυτικής Στερεάς Ελλάδας που επαναλαμβάνεται στη σελ. 79 στην Έκθεση Επισκόπησης Σημαντικών Θεμάτων Διαχείρισης Νερών – Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας) για να μας εξηγήσει ότι θα εξετάσει το θέμα στο μέλλον. Αλλά και αυτό το «μπλε κουτάκι» προδίδει πολύ άσχημες προθέσεις, αφού η μόνη παράμετρος που θεωρεί άξια να ληφθεί υπόψη στη μελλοντική εξέταση είναι η Ευρωπαϊκή Οδηγία για τα νερά. Πιστεύω το μέγεθος και η διάρκεια της κρίσης που περνάμε, θα έπρεπε να μας οδηγήσει να εγκαταλείψουμε την πρακτική του πιθηκισμού σε σχέση με την Ευρώπη. Η παράμετρος της εθνικής οικονομίας, με έκδηλη την ενεργειακή και αγροτική συνιστώσα, έχει μπει, πια, σε πρώτο πλάνο στο κοινωνικό πεδίο και θα έπρεπε η μελέτη να το έχει αποτυπώσει.
Ειδικότερα, η αγροτική παραγωγή αποτελεί και θα αποτελεί, είτε το θέλουμε είτε όχι, τον κύριο καταναλωτή νερού στη χώρα μας και θα περίμενε κανείς να αντιμετωπιστεί σε ένα Προσχέδιο Διαχείρισης με τη ανάλογη επιστημονική επιμέλεια. Αντίθετα, φαίνεται ότι η αγροτική ζήτηση νερού να έχει εκτιμηθεί μόνο για ένα έτος (2007, σελ. 34 στην Έκθεση Επισκόπησης Σημαντικών Θεμάτων Διαχείρισης Νερών – Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας) χωρίς να εξετάζεται η ιστορική εξέλιξη της ζήτησης σε σχέση και με το είδος των καλλιεργειών, ούτε να προβάλλεται στο μέλλον στο πλαίσιο μιας παραγωγικής οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
Demetris Koutsoyiannis says
Ο σύνδεσμος της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων που περιέχει όλες τις πληροφορίες για τα προσχέδια είναι: http://wfd.ypeka.gr/
Demetris Koutsoyiannis says
Με την άδεια του Ειδικού Γραμματέα κ. Ανδρέα Ανδρεαδάκη, δημοσιοποιώ το ευγενικό σχόλιό του που μου έστειλε ηλεκτρονικά: